- -τόμος
- Αβ' συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε -τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α' συνθετικό συνήθως ουσιαστικό και με ενεργητική σημασία «τέμνω, κόβω, τεμαχίζω» (πρβλ. λαιμητόμος, υλο-τόμος). Από αυτά έχουν σχηματιστεί μετονοματικά ρήματα σε -τομῶ (πρβλ. καινο-τομῶ, ὑλο-τομῶ), ρηματικά επίθετα σε -τόμητος, συνήθως με στερητικό α- (πρβλ. ἀ-καινο-τόμητος) και παράγωγα ουσιαστικά σε -τομία (πρβλ. καινοτομία). Τα προπαροξύτονα ονόματα σε -τομος έχουν παθητική σημασία και εμφανίζουν ως α' συνθετικό πρόθεση (πρβλ. από-τομος, σύν-τομος), επίθετο (πρβλ. μακρό-τομος) ή ουσιαστικό (πρβλ. λαιμό-τομος, σε αντιδιαστολή προς το παροξύτονο λαιμη-τόμος). Τέλος, υπάρχουν και ορισμένα σύνθετα σε -τoμος, τα περισσότερα νεοελληνικά, που ανάγονται στη σημασία τού τόμος «τμήμα εκτενούς συγγράμματος, βιβλίο» και έχουν α' συνθετικό αριθμητικό (πρβλ. δί-τομος, οκτά-τομος).Σύνθ. με β' συνθετικό -τόμος: δενδροτόμος, διχοτόμος, εμβρυοτόμος, καινοτόμος, λαιμητόμος, λατόμος, λιθοτόμος, ομφαλοτόμος, ριζοτόμος, σκυτοτόμος, υλοτόμος, φλεβοτόμοςαρχ.αεροτόμος, αμαλητόμος, αμπελοτόμος, βαλλαντιατόμος / βαλλαντιοτόμος, βυρσοτόμος, βωλοτόμος, γαστροτόμος, γατόμος, γειοτόμος, γυρητόμος, δουροτόμος, δρυοτόμος, ελευθερολατόμος, ελεφαντοτόμος, ετοιμοτόμος, καλαμητόμος, καρατόμος, κεφαλοτόμος, κηλοτόμος, κισσοτόμος, κυμοτόμος, λαιμοτόμος, λαοτόμος, λινοτόμος, λωροτόμος, μοσχοτόμος, νευροτόμος, ξυλοτόμος, ομφαλητόμος, ορκιατόμος / ορκιοτόμος, πετροτόμος, πολυποτόμος, πτερυγοτόμος, ρινοτόμος, σκιφατόμος, σπλαγχνοτόμος, σπογγοτόμος, σταφυλητόμος, σταχυητόμος / σταχυοτόμος, στελεχητόμος, στενοφλεβοτόμος, συριγγοτόμος, τυροτόμος, υλητόμος, υριατόμος, φυλλοτόμος, χαρτοτόμος, χορτοτόμοςνεοελλ.αμυγδαλοτόμος, ανατόμος, αχυροτόμος, ζωοτόμος, κρανιοτόμος, λαθροϋλοτόμος, λαπαροτόμος, μικροτόμος, νεκροτόμος, οργοτόμος, οστεοτόμος, πλευροτόμος, πρωκτοτόμος, ρυμοτόμος, τενοντοτόμος.Σύνθ. με β' συνθετικό -τομος: απότομος, επίτομος, ημίτομος, οκτάτομος, σύντομος, τετράτομος, τρίτομοςαρχ.ακρότομος, αμφίτομος, αναδιχότομος, ανέκτομος, αντίτομος, αρτίτομος, άτομος, διάτομος, έντομος, καλαμότομος, καράτομος, λαιμότομος, μακρότομος, μεσότομος, νεήτομος / νεότομος, οψίτομος, παράτομος, περίτομος, πλήτομος, πρωτότομος, υλότομος, υπότομος, φιλοσύντομος, χλωρότομοςνεοελλ.δεκάτομος, δίτομος, δωδεκάτομος, ενδεκάτομος, εννεάτομος, εξάτομος, επτάτομος, μονότομος, ολιγότομος, πεντάτομος.
Dictionary of Greek. 2013.